πρωτογενέσια

πρωτογενέσια
τὰ, Α
ο εορτασμός τής πρώτης επετείου τών γενεθλίων κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + γενέσια (< γενέσιος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πρωτογενεσία — ἡ, Α (για τους αγγέλους) το να έχει γεννηθεί κανείς πρώτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + γενεσία (< γενετής < γενετής), πρβλ. παλιγ γενεσία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”